χτυπώ

χτυπώ
χτυπάω 1. μετ.
1) бить, стучать (во что-л.); хлопать; топать; отбивать (такт); выбивать (дробь и т. п.);

χτυπ την πόρτα — стучать в дверь;

χτυπώ τη γροθιά στο τραπέζι — стучать кулаком по столу;

χτυπώ τούμπανο — бить в барабан;

χτυπώ την καμπάνα — бить, звонить в колокол;

χτυπώ τό κουδούνι — звонить (в дверь);

χτυπ τα χέρια ( — или παλαμάκια) — хлопать (в ладоши), аплодировать;

/χτυπώ τα φτερά — хлопать крыльями;

χτυπώ κάποιον στον ώμο — хлопать кого-л. по плечу;

χτυπώ τα πόδια — топать ногами;

χτυπώ τον χρόνο — отбивать такт;

τό ρολόγι χτυπά δέκα часы бьют десять;
2) бить, ударять; колотить; стегать (ремнём); 3) постигать (кого-л.), случаться (с кем-л.); τον χτύπησε μεγάλη συμφορά его постигло большое несчастье; 4) забивать (гвозди); 5) ковать (железо); 6) взбивать (масло, яйца и т. п.); 7) попадать (в цель); στο πόδι τον

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "χτυπώ" в других словарях:

  • χτυπώ — και χτυπάω χτύπησα, χτυπήθηκα, χτυπημένος 1. κρούω κάτι για να βγάλει ήχο: Χτυπούν παλαμάκια. 2. βαρώ, δέρνω: Τον χτύπησε στο κεφάλι με την τσάντα. 3. σκοτώνω θήραμα με κυνηγετικό όπλο: Χτύπησε δύο λαγούς. 4. βγάζω ήχο: Χτυπάει η καμπάνα. 5. κάνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χτυπώ — άω / κτυπῶ, έω, ΝΜΑ, και κτυπώ Ν 1. (αμτβ.) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο, παράγω δυνατό ήχο, κροτώ (α. «όλη νύχτα χτυπούσε το παράθυρο απ τον αέρα» β. «δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον, Ομ. Ιλ.) 2. (μτβ.) κάνω κάτι να ηχήσει (α. «χτυπώ την καμπάνα» …   Dictionary of Greek

  • χτυπώ — χτυπάω / χτυπώ, χτύπησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αιματοκοπώ — χτυπώ, μελανιάζω, αιματοκόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα, ατος + παραγωγ. κατάλ. κοπώ*] …   Dictionary of Greek

  • θυροδέρνω — χτυπώ τις πόρτες ζητιανεύοντας, εκλιπαρώ βοήθεια γυρίζοντας από πόρτα σε πόρτα («σαν φτωχού που θυροδέρνει, κι είναι βάρος του η ζωή», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + δέρνω «περιπλανώμαι με κόπους» (< δέρνω), πρβλ. βωλο δέρνω, παρα δέρνω] …   Dictionary of Greek

  • κουντρώ — χτυπώ με το κεφάλι ή με τα κέρατα, κουτρώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτρώ (< κούτρα) με πιθ. επίδραση τών κεντρί / κεντρώνω] …   Dictionary of Greek

  • παραβαρώ — χτυπώ κάποιον ή κάτι πολύ δυνατά, υπερβολικά …   Dictionary of Greek

  • παραρρετανίζομαι — χτυπώ το στήθος μου από απελπισία, δέρνομαι, χτυπιέμαι …   Dictionary of Greek

  • ματσουκώνω — χτυπώ με ματσούκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στηθοκοπιέμαι — χτυπώ το στήθος μου από την απόγνωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ράσσω — και αττ. τ. ῥάττω και ιων. τ. ῥήσσω Α 1. χτυπώ κάποιον, τόν ρίχνω κάτω βίαια χτυπώντας και σπρώχνοντας τον («ὑποσκελίσαντες καὶ ῥάξαντες εἰς τὸν βόρβορον, οὕτω διέθηκαν ἐναλλόμενοι καὶ ὑβρίζοντες», Δημοσθ.) 2. πατάσσω, τιμωρώ αυστηρά («ῥαξει ὁ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»